- κρυσταλλοτεχνία
- ηη τέχνη τής κατεργασίας τών φυσικών κρυστάλλων ή τής κατασκευής τεχνητών κρυστάλλων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρυσταλλοτεχνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κρυσταλλοτεχνία … Dictionary of Greek